παρεχομένα

παρεχομένα
παρεχομένᾱ , παρέχω
hand over
pres part mp fem nom/voc/acc dual
παρεχομένᾱ , παρέχω
hand over
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεχόμενα — παρέχω hand over pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεχομένας — παρεχομένᾱς , παρέχω hand over pres part mp fem acc pl παρεχομένᾱς , παρέχω hand over pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταρχία — και σιταρκία, ἡ, ΜΑ [σιταρχῶ] η τροφοδοσία, η παροχή τροφής αρχ. 1. το αξίωμα τού σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.) 2. ο μισθός τών στρατιωτών σε χρήμα («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῑς», Πολ.) 3. η πληρωμή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”